συμφερούσας

συμφερούσας
συμφερούσᾱς , συμφέρω
bring together
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
συμφερούσᾱς , συμφέρω
bring together
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παζάρι — το 1. συγκέντρωση πωλητών σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη ημέρα τής εβδομάδας με σκοπό την πώληση τών προϊόντων τους, αλλ. λαϊκή αγορά («κάθε Δευτέρα έχει παζάρι») 2. δημόσια αγορά που γίνεται με την ευκαιρία τοπικού πανηγυριού σε διάφορα μέρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”